- χρυσεᾶν
- χρῡσεᾶν , χρύσεοςgoldenmasc/fem gen pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσέαν — χρῡσέᾱν , χρύσεος golden fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύγος — (I) ο, η (Α λύγος, ἡ και ὁ) 1. η λυγαριά 2. (κυρίως στον πληθ.) κλαδιά λυγαριάς ή άλλου δέντρου, κατάλληλα συνήθως για πλέξιμο καλαθιού («συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κάθε ράβδος ακόμη και μετάλλινη («καθῆστο μέντοι λύγον… … Dictionary of Greek
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek